λιπαρόγειος

λιπαρόγειος
λῐπᾰρό-γειος, ον,
A with rich soil, Sch.D Il.18.541.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λιπαρόγειος — λιπαρόγειος, ον (Α) (για τόπο) αυτός που έχει πλούσιο έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης λαμπρός» + γειος (< γῆ), πρβλ. λεπτόγειος] …   Dictionary of Greek

  • λιπαρόγειον — λιπαρόγειος with rich soil masc/fem acc sg λιπαρόγειος with rich soil neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • λιπαρός — ή, ό (AM λιπαρός, ά, όν) 1. ελαιώδης ή αυτός που γυαλίζει από το λάδι ή το λίπος (α. «λιπαρά μαλλιά» β. «αἰεὶ δὲ λιπαροί κεφαλὰς καὶ καλὰ πρόσωπα», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που περιέχει λίπος, λιπώδης, ελαιώδης, παχύς (α. «λιπαρά φαγητά» β. «λιπαρὸς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”